- ζωοποιήσας
- ζωοποιήσᾱς , ζωοποιέωmake aliveaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)ζωοποιήσᾱς , ζωοποιέω 2make aliveaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.